- εξωστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εξώθηση ή έξωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξωστικός — ή, ό (Α ἐξωστικός, ή, όν) κατάλληλος για εξώθηση νεοελλ. ο σχετικός με την έξωση … Dictionary of Greek
ἐξωστικόν — ἐξωστικός expulsive masc acc sg ἐξωστικός expulsive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωστικῆς — ἐξωστικός expulsive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)